Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Το φαινόμενο Νικηφόρος Μανδηλαράς

Του φιλόλογου-πρώην Βουλευτή, Νίκου Ι. Λεβογιάννη,
(ομιλία για τον Νικηφόρο Μανδηλαρά στην εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Νάξου
στις 8 Ιουλίου 2012 στη Νάξο)
                «Είντά τανε ευτά που μού’ γραψες, μα τη στράτα που μασε χωρίζει κι α δεν επληγώθηνε η ψυχή μου. Ετσά είναι, ετσά μαθές. Μόνου όλα σου καλά, μα κείνο που γράφεις πως δε μπορούμενε να τσι πετάξομενε από πάνω μας, να μη ντο λες. Εμείς τσ’ έχομεν κι εμείς τσι στηρίζομενε. Εμείς Έργη, εμείς λέω είμαστενε και ο πλούτος και η δύναμη και η δόξα και όλα τα πάντα. Κατάλαβέ το, νιώσε το, εμείς τω ντα δίνομενε όλα. Άμα λείψομενε εμείς θα ψοφήσουνε α’ τη μπείνα. Αλλά ευτοί τά’ χουνε βολέψει και μασε παίρνουνε και τη δύναμη και το πλούτος και μας έχουνε δεμένοι και τρώμενε άχερα. Όλα τα πάντα όμως αλλάζουνε. Τίοτις δεν είναι ασάλευτο στον ψεύτικο ντουνιά. Κουράγιο Έργη και ψηλά τη γκεφαλή σου».
                              Μπορεί να έχουν περάσει πενήντα και πάνω χρόνια από την εποχή που εκδηλώθηκε το φαινόμενο «Νικηφόρος Μανδηλαράς», αλλά οι ιδέες, οι αξίες, οι αρχές που εκείνος καλλιέργησε, ανέδειξε, υπηρέτησε με αυταπάρνηση και για τις οποίες θυσιάστηκε, παραμένουν θαλερές και συνάμα τραγικά επίκαιρες.
                Δεν θα είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι η διορατικότητα εκείνου του διανοητή φθάνει στα όρια της πρόβλεψης κι είναι σήμερα 60 χρόνια μετά ωμή τραγική πραγματικότητα.
                Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς ήταν οραματιστής, ήταν διανοητής, ήταν φιλόσοφος, ήταν κοινωνικός αναλυτής, είχε μια απίστευτη διεισδυτικότητα στα κοινωνικά δρώμενα, διάβαζε τις κοινωνικές διεργασίες, τις ανέλυε και τις φώτιζε με απίστευτη διορατικότητα και αγωνιζόταν σκληρά γι’ αυτές.
                Δεν ήταν δημαγωγός, δεν ήταν βερμπαλιστής, δεν ήταν λαοπλάνος, ήταν δεινός ρήτορας, ο Δημοσθένης της εποχής του. Ξεσήκωνε όμως τον λαό με τον πύρινο λόγο του, ένα λόγο αληθινό, απλό, τραχύ. Έλεγε την αλήθεια ωμή, εφαρμόζοντας τη ρήση πως η «αλήθεια είναι σαν το καρφί, κι όσο το χτυπάς, τόσο πιο βαθειά καρφώνεται».
                Έζησε σε μια ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή, σημαδεμένη από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος μιας ψεύτικης δημοκρατίας, με χιλιάδες πολιτικούς εξόριστους και φυλακισμένους για τα φρονήματά τους αγωνιστές, με ωμή και ξεδιάντροπη την ξενοκρατία. Η εθνική κυριαρχία ήταν  ανύπαρκτη, την Ελλάδα διοικούσαν οι πρεσβευτές και οι σταθμάρχες των ξένων μυστικών υπηρεσιών των μεγάλων δυνάμεων. Ο λαός στέναζε στα σκλαβοπάζαρα της Γερμανίας, όπου αντί των πολεμικών αποζημιώσεων μας είχαν «δώσει» δουλειά στα ορυχεία και τις φάμπρικές τους, με μεροκάματα τρόμου και δυστυχίας.
                Στο σύντομο μα μεστό σε γεγονότα διάστημα της ζωής και δράσης του, ο Μανδηλαράς, ο γιος αυτός του σμυριδεργάτη, διαμορφώνει το είναι του στις σκληρές συνθήκες της ζωής των σμυριγλάδων της Κορώνου όπου έρχεται σε επαφή με το εργατικό κίνημα και ζυμώνεται στους αγώνες τους.
                Να σημειώσουμε εδώ ότι οι σμυριγλάδες της Κορώνου είχαν αναπτύξει ισχυρό εργατικό κίνημα στα πλαίσια του σωματείου τους, που ήταν  από τα πρώτα που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα.              
                ΄Ιδρυτής του σωματείου ήταν ένας Αξωτοβουρλιώτης νέος ο Κων/νος Μανωλάς, ο οποίος, κυνηγημένος απ’ τα Βουρλά και για να γλυτώσει τα τάγματα εργασίας, που οι Γερμανοί οργάνωναν στην Τουρκία με στόχο την εξόντωση του ανθού των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, τα περιβόητα Αμελέ ταμπουρού, κατέφυγε στο χωριό των παπούδων του, την Κόρωνο, και εκεί έγινε σμυριγλάς κι οργάνωσε τους σμυριγλάδες σε σωματείο μέσα από μια δυναμική απεργία γύρω στα 1910 που κράτησε πάνω από ένα χρόνο.
                Αυτός που έμεινε γνωστός στην Κόρωνο με το όχι τυχαίο παρατσούκλι Μπολσεβίκος, που του έδωσαν οι σμυριγλάδες για τις συνδικαλιστικές του γνώσεις και δραστηριότητες, ίσως και να είναι έμμεσα εκείνος που πρώτος εμφύσησε στο νου του νεαρού Νικηφόρου τις μαρξιστικές ιδέες. Ο Μπολσεβίκος ζούσε και δρούσε ακόμη στα νεανικά χρόνια του Νικηφόρου στο χωριό.
                Από την Κόρωνο ο Νικηφόρος, έφηβος, θα βρεθεί στο αστικό-πνευματικό περιβάλλον της Ερμούπολης, όπου στα πλαίσια της φοίτησής του στο γυμνάσιο, θα ολοκληρώσει τον χαρακτήρα του και θα καλλιεργήσει περαιτέρω την πολιτική του σκέψη. Είναι μαθητής των τελευταίων τάξεων του 6ταξίου γυμνασίου και όμως έχει αποκτήσει την «κομματική του ταυτότητα» έτσι όπως του την έδωσε η Ασφάλεια χαρακτηρίζοντάς τον  ολοκληρωμένο κομμουνιστή. Και γι αυτό θα απαγορευτεί στο σχολείο του να είναι ο σημαιοφόρος, παρ’ όλον ότι είναι ο πρώτος μαθητής με 20 σε όλα τα μαθήματα. Μας πώς είναι δυνατόν ένας «κομμουνιστής» να είναι σημαιοφόρος σε μια πόλη όπου η οικονομική της ζωή εξαρτάται από τις χιλιάδες των «κολασμένων» που αναμορφώνονται εθνικά στις κολυμπήθρες του Σιλωάμ στα «εθνοκαθαρτήρια» κολαστήρια της Γυάρου και της Μακρονήσου;
                Νεαρός δικηγόρος στην Αθήνα την δεκαετία του 1950 ο Νικηφόρος θα ξεδιπλώσει στις αίθουσες των δικαστηρίων τον δυναμισμό και τη μαχητικότητά του, θα σταθεί δίπλα σε κάθε κατατρεγμένο, σε κάθε κυνηγημένο από την εξουσία, δίπλα στον διωκόμενο κομμουνιστή, δίπλα στον κυνηγημένο εργάτη και συνδικαλιστή, δίπλα στον σμυριγλά το θύμα του ρουσφετιού.  
                Ο Χαρ. Φλωράκης, ηγέτης του ΚΚΕ, που γνώρισε τον Μανδηλαρά, νεαρό δικηγόρο, στο στρατοδικείο που δικαζόταν το 1959 μαζί με 41 στελέχη του εκτός νόμου ΚΚΕ, θα πει γι’ αυτόν: «Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς είχε πλεμόνια, παλικαριά, τόλμη. Στις μεγάλες εκείνες δίκες συμμετείχαν όλοι οι μεγάλοι δικηγόροι της Αθήνας. Ο Μανδηλαράς ήταν νέος δικηγόρος και χρειαζόταν παλικαριά για να πάρει μέρος σαν υπερασπιστής σε μια τέτοια δίκη, αλλά και σαν μαχητής, σαν κατήγορος...».
                Από τα πρώτα του συνδικαλιστικά και πολιτικά βήματα ο Νικηφόρος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων των σμυριδεργατών, στους οποίους πρωτοστάτησε την περίοδο 1955-1967 και συνέβαλε με το λόγο, τη μαχητικότητα και τις ιδέες του στην εντατικοποίησή τους και στην αποτίναξη του κομματικού ζυγού, που τους είχε ως θηλιά στο λαιμό επιβληθεί από τη δεκαετία του 1930. Οι Κορωνιδιάτες σμυριγλάδες δεν είναι πια οι υποτακτικοί του κομματάρχη.
                Την Κυριακή 28.2.1960 διοργανώθηκε στην Κόρωνο μαχητική συνέλευση-συγκέντρωση των σμυριγλάδων, στην οποία έδωσε το παρόν και ο Νικηφόρος Μανδηλαράς. Κυρίαρχο αίτημά τους είναι πλέον η αξιοποίηση της σμύριδας με τη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας, που βλέπουν ως τη μοναδική σανίδα σωτηρίας της.
                Ο Μανδηλαράς στην ομιλία του στη συνέλευση τόνισε ότι πρέπει οι σμυριγλάδες να είναι ενωμένοι και να αφήσουν στην άκρη τις όποιες κομματικές αντιθέσεις: «εάν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση – είπε - όλοι θα εκπατριστούν ανεξάρτητα εάν είναι κομματάρχες ή όχι. Γιατί η δυστυχία καλύπτει όλους χωρίς εξαίρεση» και τους κάλεσε να διεκδικήσουν ενωμένοι τα αιτήματά τους. Για την επίτευξη δε της ενότητας πρότεινε οι εκλογές του σωματείου να γίνουν με ενιαίο ψηφοδέλτιο και το συμβούλιο που θα εκλεγεί να μεταβεί αμέσως στην Αθήνα και να υποβάλει και πάλι τα αιτήματά του στον Υπουργό (Αρ. Πρωτοπαπαδάκη). Αν ο Υπουργός δεν δώσει λύσεις, ιδιαίτερα στο θέμα του εργοστασίου, τότε, πρότεινε, οι παράγοντές και οι κομματάρχες του Πρωτοπαπαδάκη στο χωριό να τον καταψηφίσουν στις εκλογές.
                Συμφώνησαν όλοι, ακόμη και οι κομματάρχες τού Υπουργού και η συνέλευση ψήφισε ομόφωνα τις προτάσεις του Μανδηλαρά.
                Κι όταν το αίτημα των σμυριγλάδων απορρίφθηκε από την κυβέρνηση ο Μανδηλαράς σε σχόλιό του στα Ναξιακά Χρονικά ( φ.6/30.6.1960, σ. 4) έγραψε: «Όταν ανήλθε στην εξουσία [ο Α. Πρωτοπαπαδάκης] ελησμόνησεν την αλήθεια. Άλλαξε σκοπό, γιατί η αλήθεια δεν τον συμφέρει. Και δεν τον συμφέρει γιατί η παράταξις στην οποία ανήκει και την οποία εκπροσωπεί στηρίζεται πάνω σε μια θεμελιώδη αρχή: εξαθλίωνε και κυβέρνα. Μόνο μέσα στην  [ανέχεια] μπορούν να αγρεύσουν ψήφους. Μια οικονομική χειραφέτησις των Ναξίων θα άνοιγε διάπλατα τους ελεύθερους πνευματικούς ορίζοντες στους ψηφοφόρους και θα βλέπουν πού είναι το σωστό. Το σωστό όμως δεν είναι με το μέρος του Υπουργού και γι’ αυτό φοβάται..».
                Ας σημειωθεί ότι στη συνάντηση των εκπροσώπων των σμυριδεργατών με τον Υπουργό, τον Μάρτιο του 1960, απαγορεύτηκε η συμμετοχή του Μανδηλαρά παρ’ όλον ότι συνόδευε την επιτροπή ως νομικός τους σύμβουλος.
                Ήταν ομολογουμένως επικίνδυνος αντίπαλος αυτός ο οραματιστής, αυτός ο κοινωνικός επαναστάτης που με τον λόγο του πυρπολούσε ψυχές, γκρέμιζε κατεστημένες νοοτροπίες, κληρονομημένες από πάππου προς πάππο σίγουρες ψήφους.
                Όταν ο Απεραθίτης ποιητής και σημαντικός παράγοντας στη μεταφορά του σμυριγλιού με τον Εναέριο, αλλά και στη φόρτωσή του στα πλοία, Ν. Πρωτονοτάριος έγραψε τους παρακάτω στίχους:
«Νάταν τα πράγματα αλλοιώς
για μένα θά ’παιρνε ο Παληός
το πρώτο μεροδούλι.
Μα όμως δεν τα εκτιμούν αυτά
κι άσκοπα παίρνουν τα λεφτά
οι Φαρισαίοι κι οι δούλοι…»
                Ο Μανδηλαράς, σχολιάζοντας αυτούς τους στίχους του Ν. Πρωτονοτάριου, στους οποίους επαινεί την εργατικότητα ενός εργάτη του Εναέριου, ο οποίος όμως δεν ανήκει στους ευνοούμενους του κομματικού κατεστημένου, γράφει στα Ναξιακά Χρονικά (φ. 17/31.3.1961): «Συγχαρητήρια εις τον κ. Ν. Πρωτονοτάριον. Έστω και αργά αντελήφθη ότι ο Φαρισαϊσμός και η δουλικότητα αφθονούν στην παράταξη που ανήκει. Γι’  αυτό και επεθύμησε “να ’ταν τα πράγματα αλλοιώς”. Το ισχυρό ρεύμα της Αλλαγής παρέσυρε και τον κ. Πρωτονοτάριον. Ο ποιητικός του οίστρος ευχόμεθα να υψωθή πάνω από τους Φαρισαίους και δούλους για να συνθέση τα νικητήρια θούρια του Λαού στην επερχόμενη εκλογική μάχη».
                                Κι όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους σμυριγλάδες, για τους εργάτες, για τους μετανάστες στην Αθήνα και αλλού, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς διεκτραγουδούσε την κατάσταση:      «Πέσαμενε αρίζικε σε άσκημα χρόνια κι ο Θεός να βάλη το χέρι ντου να μασε βοηθήση» έγραφε στο χρονογράφημά του στις 19.2.1960 στα Ναξιακά Χρονικά. Μια κουβέντα που την ακούμε και σήμερα, την ώρα που οι διάφοροι καρεκλοκένταυροι της εξουσίας ζουν στη γυάλα του δικού τους κόσμου, χωμένοι στα σκάνδαλα, κρυμμένοι στις Off Shore εταιρίες τους, πίσω απ’ την ασυλία και τις παραγραφές του νόμου που οι ίδιοι έφτιαξαν στα μέτρα τους.
                Και ο λαός, ο προδομένος, όπως και τότε μονολογεί τα ίδια με το παραπάνω κι ακόμη λογαριάζει ότι: «μασε τρώνε στο μέτρημα ...Υστερνά διάβασα κι ευτά που μας είπενε [ο Υπουργός] πως έχει λέει καθένας σας [σμυρίγλι αξίας] 8.000 δραχμές το χρόνο. Το ξαναδιάβασα, το΄ φερα από ’πα, τό ’φερα από ’κει  σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα και μού ’ρθενε νταμπλάς. Ήφριξα που το διάβασα, δε ντο πίστεβγα. Λέω του γιου μου, -βοή που μού ’ρθενε κι αμέ είντα κάθομαι επά [στην Αθήνα] και κάνω. Σάλεβγε κι εσύ νά ’ρθεις κάτω, νά ’χω και σένα τσι 8.000 δρχ. να μη ντσι χάνομενε. Κι ήσκασεν’ α’ τα έλια ντου. Εώ να τρελαίνομαι κι εφτός να ελά. Εώ να μετρώ τα χιλιάρικα πού ’χανα κι εφτός να ελά και να σούνταινε τα καντούνια τση κάμαρης. Ταχυτέρου του λέω: -Πάω να βγάλω εισοτήριο ια κάτω. Σταματά τα έλια ο ιος μου και λέει: Μα δε ντρέπεσαι; Λέω, μα ιάντα να ντρέπομαι, ήκλεψα; Λέει, μα να σου πω, σήμερα άμα δε γκλέβγεις πρέπει να ντρέπεσαι. Τέλος πάντω. Υρίζει το λοιπό και μου λέει πως πρώτα-πρώτα δεν πρέπει  να πιστέβγω ό,τι λέει ο Υπουργός ιατί σε μας εβρέθηνε ψεύτης. Κι ύστερα μην ξεχνάς πως υπάρχουνε πολλώ ειδώ λοαριασμοί. Ξέρεις πώς ήβγαλενε τσι 8.000 ο Υπουργός; Ας πούμενε, λέει, πως δουλέβγετε 9 αργάτες σ’ έναν αργολάβο και παίρνει καθένας σας 100 δραχμές τη μέρα, όλοι μαζί παίρνετε 900 δραχμές. Ο αργολάβος όμως βγάνει από σας ας πούμενε 600 δραχμές. Εσείς οι 9 κι εφτός παίρνετε τη μέρα 1.500 δραχμές. Ο Υπουργός λοιπό διαιρεί τσι 1.500 με το 10 [9 εργάτες και ο εργολάβος] και βγάνει 150 πως παίρνετε τη μέρα. Δηλαδή εκείνα που βγάνει ο αργολάβος τα βάνει πως τα παίρνετε μαζί. Στο μέτρημα μασε τρώνε. Ευτά που γλεντοκοπούνε και τρώνε οι κοιλαράδες τα βάζει πως τα τρώμενε μαζύ. Κατάαβες; Έμι κλέφτες, έμι και δυναμεοί. Ετσά είναι μαθές. Δουλεύγομενε εμείς [οι εργάτες], τα τρώνε ευτοί και στο τέλος μασε λένε πως τα τρώμενε μαζύ. Εμείς έχομενε τα χέρια κι’ ευτοί τα μαχαίρια. Ώσπου θα τά’ χουνε ευτοί, ετσά θα κρινούμαστενε. Κι εσύ πίζαβε (θεοπάλαβε), φώναζε Ζήτω», όπως σημείωνε τον ίδιο χρόνο σε άλλο χρονογράφημα (Ναξιακά Χρονικά φ. 7, Ιούνιος 1960).
                Για το πολιτικό του πιστεύω ο Μανδηλαράς έγραφε στα «Ναξιακά Χρονικά» μεταξύ άλλων: «…Ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να αναμειχθεί στα κοινά, στην «πολιτική» με την καθιερωμένη ορολογία, έχει μπροστά του να διαλέξει δυο δρόμους: θα υπηρετήσει τα συμφέροντα ή των λίγων ή των ευρύτερων λαϊκών μαζών. Τα συμφέροντα αυτά είναι καθορισμένα και ενιαία, αφού η κοινωνία είναι ταξικά διαρθρωμένη…Είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος, που θέλω το στόμα μου να’ ναι ελεύθερο να μιλά και το χέρι μου αδέσμευτο να γράφει». Και παρέμεινε ανένταχτος κομματικά καθ’ όλη την πολιτική του πορεία.
                Ως συνεργαζόμενος έθεσε υποψηφιότητα με το ΠΑΜΕ το 1961 και κάπως έτσι φανταζόταν και τη συμμετοχή του στις εκλογές του 1963, 1964 και 1967 με την Ένωση Κέντρου, αλλά τελικά δεν πήρε μέρος, καθότι οι συντηρητικοί παράγοντες αυτού του κόμματος στις Κυκλάδες κυρίως τον θεωρούσαν επικίνδυνο αντίπαλο. Γι αυτό και έγραψε μετά τις εκλογές του 1963 το περιβόητο «ανθ’ ημών Ψιακής», το όνομα δηλ. ενός  πολιτευτή της Ένωσης Κέντρου στις Κυκλάδες που πήρε τότε 2 εκατοντάδες ψήφους.
                Στις εκλογές της  29.10.1961, της εκλογές της βίας και της νοθείας, ο Μανδηλαράς και στη διάρκεια της προεκλογικής περιοδείας ως ακροατήριο είχε σε διάφορα νησιά και ιδιαίτερα στη Σύρο και τη Νάξο τους χωροφύλακες, που είχαν διαταγή να κλείνουν τα καφενεία και τα μαγαζιά, να εκφοβίζουν και να απομακρύνουν  τον κόσμο, να εμποδίζουν με κάθε μέσο την επαφή των υποψηφίων του ΠΑΜΕ με τους πολίτες, ζήσαμε κι εμείς στα χωριά μας αυτές τις καταστάσεις. Όμως, παρά τους εκφοβισμούς, το κλίμα τρομοκρατίας, τη βία και τη νοθεία, ο Μανδηλαράς έδωσε τη δική του σκληρή και θαρραλέα μάχη και πέτυχε να πάρει στις συντηρητικές και φιλοβασιλικές Κυκλάδες 1480 ψήφους και να έρθει πρώτος σε σταυρούς προτίμησης από τους συνυποψήφιούς του στο συνδυασμό του ΠΑΜΕ (ΕΔΑ).
                Ο Μανδηλαράς δεν μπορούσε παρά να ανήκει στον προοδευτικό χώρο, στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, μέσα στον οποίο έβλεπε ότι μπορούν να ανθίσουν και να καρπίσουν οι δυνάμεις εκείνες που θα οδηγήσουν τη χώρα στον δρόμου της προκοπής και της ευημερίας του λαού, που θα θεμελιώσουν την πραγματική δημοκρατία, τη δημοκρατία της Ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της λαϊκής κυριαρχίας.
                «Το ότι θα νικήσωμεν είναι βέβαιον, το ΠΟΤΕ θα εξαρτηθή από έναν και μόνον από τον ΛΑΟΝ. Ανεβάστε τον ήλιον πάνω από την Ελλάδα, όπως λέει και ο ποιητής», είπε σε μια ομιλία του το 1966.
                Ο Μανδηλαράς δεν ήταν δογματικός στις ιδέες του, αγωνιζόταν πρώτα και κύρια για το λαό, ήθελε τα κόμματα στην υπηρεσία του λαού και του τόπου, για την ανοικοδόμηση μιας ανθρώπινης και δίκαιης κοινωνίας. Βαθειά μορφωμένος έθετε στην καρδιά της πολιτικής τον άνθρωπο.
                Και γι αυτό χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους, πολέμαγε, ήταν μπροστάρης, ατρόμητος, θαρραλέος. Ήταν από εκείνους τους εκλεκτούς της ιστορίας που τραβούν μπροστά, που γίνονται η αιχμή του δόρατος για να σκίσουν τα σκοτάδια αναζητώντας αχτίδα φωτός και ελπίδας.
                Όπως ο Λεωνίδας που οδήγησε τους 300 Σπαρτιάτες μαζί με τους 700 Θεσπιείς στην αθανασία, για να φωτίζουν χιλιάδες χρόνια τους δρόμους των λαών. Όπως ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, όπως ο Λαμπράκης, όπως ο Μουστακλής, όπως ο Παναγούλης, έτσι και ο Μανδηλαράς.
                Στους σκληρούς αγώνες του λαού, που ακολουθούν μετά το βασιλικό πραξικόπημα, την ανατροπή  της λαοπρόβλητης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου και την αποστασία της 15ης Ιουλίου 1965, ο Νικηφόρος δίνει μαχητικά το παρόν στις πολύμηνες και γιγαντιαίες καθημερινές κινητοποιήσεις στην Αθήνα και όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Παράλληλα  υπερασπίζεται στα δικαστήρια οικοδόμους, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους, φοιτητές, δημοκρατικούς πολίτες, αξιωματικούς και στρατιώτες, που διώκονται για την πολιτική και συνδικαλιστική τους δράση, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τον Πύργο, τον Βόλο, τη Ρόδο, τη Νάξο, τη Λάρισα και αλλού. Την περίοδο αυτή ο Νικηφόρος οργώνει ολόκληρη την Ελλάδα εκφωνώντας πύρινους λόγους στις λαϊκές συγκεντρώσεις. Στις ομιλίες του κατακεραυνώνει το παλάτι, τη Δεξιά, την πλουτοκρατία, το ΝΑΤΟ και τους Αμερικάνους και τις κυβερνήσεις των αποστατών (Νόβα, Τσιριμώκου, Στεφανόπουλου) και γι’ αυτό γίνεται στόχος του κατεστημένου και της αντίδρασης, ντόπιας και ξένης.
                Την περίοδο αυτή ο Μανδηλαράς επανειλημμένα θα οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τις βαριές κατηγορίες της περιΰβρισης αρχής, της προσβολής του προσώπου του βασιλιά, της διατάραξης συνεδρίασης δικαστηρίου, ακόμη και για  …τεντυμποϊσμό. Δικάστηκε στο Κακουργιοδικείο  της Σάμου, στον Βόλο, στην Πάτρα, στο Ναύπλιο, στην Αθήνα, στο Στρατοδικείο που εκδικαζόταν η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και αλλού.
                Στις 14 Νοεμβρίου 1966 αρχίζει στο Στρατοδικείο η μεγάλη δίκη των 28 δημοκρατικών αξιωματικών που κατηγορούνται για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Η δίκη αυτή θα κρατήσει εκατό μέρες και θα τελειώσει στις 16 Μαρτίου 1967, ένα μήνα πριν απ’ το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
                Ο Μανδηλαράς, ως συνήγορος υπεράσπισης του λοχαγού Μπουλούκου, με το σθένος και τη μαχητικότητά του,  αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή αυτής της δίκης.
                Με τις εκρηκτικές του αγορεύσεις συγκλονίζει το Πανελλήνιο. Καταγγέλλει «τις δυνάμεις του σκότους που βυσσοδομούν σε βάρος του λαού», το οργανωμένο παρακράτος και  τα παρακλάδια του στο στρατό, ξετινάζει με τις ερωτήσεις του  και τους 300 μάρτυρες κατηγορίας, που είναι στην πλειοψηφία τους στρατιωτικοί, πολλοί από αυτούς πρωτεργάτες αργότερα του Απριλιανού πραξικοπήματος (Θεοφιλογιαννάκος, Καρύδας, Σταθόπουλος, Παλαΐνης, Κωτσέλης, Φαρμάκης, Δαμηλάκος κ.α.).      
                Θα ξεφτιλίσει κυριολεκτικά μέσα στο στρατοδικείο τον στρατηγό Γρίβα, τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο, που, όπως είχε πει ο Γεώργιος Παπανδρέου... «εδοξάσθη κρυπτόμενος και εγελοιοποιήθη αποκαλυπτόμενος», τον Σαμψών, τον ψευτοπρόεδρο της Κύπρου μετά το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την ανατροπή του προέδρου Μακαρίου,  που οδήγησε στην εισβολή του Αττίλα και την κατοχή της μισής Κύπρου απ’ τους Τούρκους.
                Στο στρατοδικείο στις 15 Δεκεμβρίου 1966 ένα από τα μετέπειτα πρωτοπαλίκαρα της χούντας ο λοχαγός Δαμηλάκος, επιτέθηκε στον Μανδηλαρά απειλώντας τον με τις φράσεις: «Πρόσεξε. Πρόσεξε πώς μου μιλάς!». Τέτοιες απειλητικές προειδοποιήσεις ο Μανδηλαράς είχε λάβει πολλές στη διάρκεια της δίκης, μέσα κι έξω απ’ την αίθουσα.
                Αυτή η δίκη θα αποτελέσει το βήμα που θα εκτοξεύσει στα ύψη την απήχηση του Μανδηλαρά στο λαό. Το όνομά του κυριολεκτικά θα γίνει άνεμος και θα φτάσει παντού για να γίνει θρύλος. Οι αγορεύσεις του στο δικαστήριο τροφοδοτούν καθημερινά τα πρωτοσέλιδα των Αθηναϊκών εφημερίδων και ξεσηκώνουν τον λαό. Ένας νέος λαϊκός ηγέτης έχει γεννηθεί μέσα στην αίθουσα του στρατοδικείου, ένας ηγέτης που ενσπείρει ήδη τον τρόμο στο σάπιο κατεστημένο που κινδυνεύει να καταρρεύσει μέσα απ’ τη λαίλαπα της λαϊκής οργής.
                Απολογούμενος ο Μανδηλαράς στις 16 Δεκεμβρίου 1966 ενώπιον του στρατοδικείου μετά το επεισόδιο με τον μάρτυρα κατηγορίας λοχαγό Δαμηλάκο, κατηγορούμενος για παρακώλυση της διαδικασίας είπε μεταξύ άλλων τα παρακάτω προφητικά όσο και συγκλονιστικά λόγια: «Με ειλικρινή θλίψη εμείς οι νεότεροι παριστάμεθα μάρτυρες ενός απογοητευτικού φαινομένου. Ολόκληρος η Ελλάς μετεβλήθη σε ποινικό ακροατήριο. Στο εδώλιο κάθονται όσοι μισούν και πολεμούν τη φασιστική δεξιά και κατήγοροι είναι  ένας μικρός κύκλος  ανθρώπων-σκευωρών του «ΑΣΠΙΔΑ».
                Εάν κύριοι στρατοδίκαι προσβληθή  το πάτριον έδαφος, ποιοι θα πολεμήσουν; Ασφαλώς εσείς και εμείς. Εσείς με τους άλλους αξιωματικούς θα βαστάτε υψωμένη τη σημαία και μαζί με τους κατηγορούμενους, μαζί με τον κατηγορούμενο Ελληνικό λαό, χέρι-χέρι θα υπερασπισθούμε την πατρίδα μας. Εσείς κι εμείς εδώ γεννηθήκαμε, γι αυτό πονούμε τη χώρα μας.                Οι άλλοι, αυτός ο μικρός κύκλος των κατηγόρων, αμέσως θα διαλυθή εις τα εξ ών συνετέθη και θα λιποτακτήσει πάραυτα στο εξωτερικό, αποκομίζων ενδεχομένως και ράβδους χρυσού...».
                Και υπερασπιζόμενος το ιερό δικαίωμα του Συνηγόρου υπεράσπισης των κατηγορουμένων θα πει:  
                «Αυτή τη στιγμή δεν πλήττομαι εγώ προσωπικώς, πλήττεται η υπεράσπιση, καταλύεται το ιερό και απαραβίαστο βήμα του υπερασπιστού που απηθανατίσθη στη Γαλλική επανάσταση με την θρυλική φράση του συνηγόρου: «Σας φέρνω την κεφαλή μου και την αλήθεια. Το κεφάλι μου μπορείτε να το πάρετε, αλλά την αλήθεια ποτέ». Αυτό το βήμα κατεκτήθη με ποταμούς αιμάτων όλων των ελευθέρων λαών. Είναι η κορυφή της πυραμίδος των λαϊκών ελευθεριών. Οι βάσεις της έχουν καταλυθεί, μην καταλύσετε και την κορυφή. Αφήσατε να υπάρχει κάτι όρθιο...Διώκομαι καθ’ όν χρόνο κατηγορούμενος έπρεπε να είναι ο κ. Δαμηλάκος. Ο μάρτυς που προπηλάκισε στο ακροατήριο συνήγορο-εμένα- που απροκλήτως θορύβησε, που περιΰβρισε το δικαστήριό σας, που περιφρόνησε εσάς τους ανώτατους αξιωματικούς. Ποιος; Αυτό το ηθικό πτώμα, αυτός ο προδότης. Το υπερήφανο σώμα των ελλήνων αξιωματικών εκβράζει τους προδότες, δεν ανέχεται πτώματα, απολακτίζει τα σκουλήκια και δέχεται τους γενναίους. Οι γενναίοι γράφουν την ιστορίαν. Τας λεωφόρους της ιστορίας διανύουν οι όρθιοι. Τα πτώματα την φράζουν και όρθιοι είναι οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί και πτώματα οι Δαμηλάκοι».
                Ο Γρίβας, ο Σαμψών, ο Δαμηλάκος, ο Θεοφιλογιαννάκος και πολλοί άλλοι αξιωματικοί όργανα της χούντας, σκευωροί και πραξικοπηματίες, υπέστησαν στο ακροατήριο το δριμύ κατηγορητήριο του Μανδηλαρά. Αποκαλύφτηκε ο ρόλος τους, οι σχέσεις τους με το παρακράτος, με τις μυστικές υπηρεσίες, με τα σκοτεινά κέντρα που υπονόμευσαν συστηματικά τη δημοκρατία και τις ελευθερίες του λαού, που σχεδίασαν και κατέστρωσαν το αλυσόδεμά του. Ακόμη και ο μετά από λίγες εβδομάδες δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος δεν ξέφυγε από τα βέλη της φαρέτρας του Μανδηλαρά. Σε μια θορυβώδη συνεδρίαση του Στρατοδικείου κατέθεσε  ένα συγκλονιστικό έγγραφο, ένα ιατρικό ντοκουμέντο, το οποίο πιστοποιούσε ότι ο αρχισυνωμότης ήταν σχιζοφρενής.
                Ο Μανδηλαράς επιδίωκε με όλες αυτές τις αποκαλύψεις να φωτίσει, να αποκαλύψει κι έτσι να αφοπλίσει όλους αυτούς τους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς, που έβλεπε με τα διορατικά αντανακλαστικά του ότι  σχεδίαζαν τις αλυσίδες, τα δεσμά για το λαό και το έθνος και επεδίωκε έτσι αποκαλύπτοντάς τους να τους καταστήσει ανενεργούς, ώστε να σταματήσουν τις υπονομευτικές τους δραστηριότητες.
                Εκτιμούσε ότι έτσι θα αφυπνίζονταν τα κόμματα και οι πολιτικές ηγεσίες τους, ότι θα αντιδρούσαν εκείνοι που υποτίθεται ότι ήσαν οι θεματοφύλακες του Συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών.
                Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν τους φόβους και τις ανησυχίες του. Αυτοί οι απόλεμοι, οι δειλοί ένστολοι συνωμότες, με αρχηγό τον σχιζοφρενή συνταγματάρχη, τον μετέπειτα γραφικό δικτάτορα του ...γύψου, λίγους μόλις μήνες από την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου και με αφορμή μια τεχνητή ελληνοτουρκική εμπλοκή στον Έβρο το φθινόπωρο του 1967,  για να αποτρέψουν δήθεν την απειλή πολέμου με τους Τούρκους τους «παρέδωσαν» τότε ουσιαστικά την Κύπρο, αποσύροντας από τη μεγαλόνησο την ελληνική μεραρχία που είχε μυστικά εγκαταστήσει εκεί η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου την περίοδο 1964-1965. Άφησαν τη Μεγαλόνησο χωρίς στρατό.
                Στη συνέχεια η χούντα υπονόμευε συστηματικά και με κάθε τρόπο τον Εθνάρχη Μακάριο, ώσπου θα φθάσουν στη διοργάνωση του επαίσχυντου και προδοτικού πραξικοπήματος εναντίον του στις 15 Ιουλίου 1974, θα διαλύσουν τη στοιχειώδη άμυνα της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο για την απόβαση-εκδρομή του τουρκικού ΑΤΤΙΛΑ  το καλοκαίρι του 1974 και τη ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου.
                Αυτούς όλους τους εθνοπροδότες στρατιωτικούς ο διορατικός Μανδηλαράς τους είχε καταλάβει, είχε αντιληφθεί τα καταχθόνια σχέδιά τους κι ήθελε να τους αποκαλύψει, να τους απομονώσει, να τους προλάβει.
                Αλλά αυτοί τότε ήταν πανίσχυροι και χωρίς να κρύβονται οργάνωσαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου με τις ευλογίες των ανακτόρων αι των Αμερικανών, με την πολιτική ηγεσία ανίκανη να δει, αλλά και να αντιδράσει. Η 21η Απριλίου 1967 ήταν μια μαύρη μέρα για τον λαό και το έθνος, για τους αγωνιστές, για τον Νικηφόρο Μανδηλαρά.
                Οι συνωμότες πανίσχυροι τώρα στην εξουσία που κατέλαβαν με τα όπλα, δεν ξέχασαν το νεαρό δικηγόρο της δίκης του ΑΣΠΙΔΑ, τον λαϊκό ηγέτη που λάτρευε ο λαός. Αυτός ήταν επικίνδυνος για την «επανάσταση» και έπρεπε να εξαφανιστεί. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις μια λύση υπάρχει, η δολοφονία. Αυτός ο επικίνδυνος δημεγέρτης, αυτός ο οραματιστής, αυτός ο λαϊκός επαναστάτης έπρεπε να πεθάνει.
                «Όταν στα δικαστήρια δικάζονται οι Έλληνες πολίτες λέει η αστυνομία: «Έκαμαν συγκέντρωσιν χωρίς την άδειάν μας... Λες και η ιστορία επροχώρησεν με την άδειαν της αστυνομίας. Όταν ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε το ’21 δεν επήρε φυσικά την άδειαν του Σουλτάνου», θα πει ο Νικηφόρος σε ομιλία του σε λαϊκή συγκέντρωση λίγες μόνο μέρες πριν από το πραξικόπημα.
                Ο Μανδηλαράς ήταν μπροστάρης, εμπνευστής, καθοδηγητής, σαν τον μπαρουτοκαπνισμένο πολεμιστή που βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης. Την απουσία τέτοιων ηγετών τη νιώθει, τη βιώνει σήμερα ο λαός μας. Μικροί, αδύναμοι ηγετίσκοι, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι, οδήγησαν και οδηγούν τη χώρα μας σε μια νέα Κατοχή, αυτή του Δ.Ν.Τ., αυτή του Δ΄ Τάιχ της Μέρκελ. Μας αλυσοδέσαν χωρίς να μας ρωτήσουν. Και ζει σήμερα ο λαός μας, η νεολαία μας αυτή τη βαρβαρότητα της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας, των αυτοκτονιών, της εξαθλίωσης.
Λιποθυμούν τα παιδιά στα σχολεία από υποσιτισμό. Αυτοκτονούν άνθρωποι από απόγνωση.
Φεύγουν μαζικά οι νέοι μας στα νέα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης την ώρα που η Γερμανία κερδίζει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τα επιτόκια των δανείων που μας δίνει για να πληρώνουμε τους δανειστές μας και τους τραπεζίτες.
               
                Έγραφε το 1960 ο Μανδηλαράς:
                «Επά μας εξορίσανε και υρίζομενε σα ντσ’ άδικες κατάρες από οικοδομή σε οικοδομή κι από νταμάρι σε νταμάρι να κάωμενε καένα μεροκάματο. Κι εσύ φωνάζεις ΖΗΤΩ. Και καλά, Μπράβο σου κυβέρνηση που ξόρισες το φίλο μου, εύγε σου Υπουργέ που θα με κάμεις και μένα να φύω στην ΑΘήνα.
                Και νά ’τανε μόνου στην Αθήνα, θά ’τανε καλά. Μόνου τώρα πάλι θα δώκωμενε από ’πα των εμαθιώ μας ια τσ’ Ευρώπες που υρεύγουνε λέει ευτοί οι Γερμανοί αργάτες. Στη γκατοχή επεθάνανε τσ’ εμισοί κι όσοι επομείναμενε και μας επόμεινενε καμιά σταλιά αίμα θένε να μας το ρουφήξουνε κι εφτό. Μα δε βαριέσαι! Θα πιούνε, θα πιούνε, ώσπου να τα βγάλουνε μαζωμένα».
                Ο Νικηφόρος, άνθρωπος του αγώνα, της πάλης, της βιοπάλης, μα και του κεφιού, δεν απελπίζεται, δεν απογοητεύεται. Γι αυτό και τα μηνύματά του έχουν πάντα στο τέλος αισιοδοξία, ελπίδα, ανοίγουν δρόμους για το λαό.
                Αλλά ο ίδιος βλέπει καθαρά τη δική του μοίρα, προβλέπει το τέλος.
                Μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου θα εξομολογηθεί στον φίλο του δημοσιογράφο Κ. Χαρδαβέλα:
                «Έχω περάσει το όριο της ανοχής τους. Βρίσκομαι ήδη στην απέναντι όχθη. Να ξέρεις πάντα ότι ο Μανδηλαράς ούτε θα αυτοκτονήσει ποτέ, ούτε είναι άνθρωπος που θα πάθει ατύχημα. Αν γίνει κάποτε κάτι ψάχτε όλοι για τον δολοφόνο...».
                «Θυμάμαι αυτά τα λόγια του Νικηφόρου Μανδηλαρά, γράφει ο Κώστας Χαρδαβέλας στα Νέα το 1986, ειπωμένα πριν είκοσι κοντά χρόνια, σε κάποιο διάλειμμα της δίκης του ΑΣΠΙΔΑ. Τον θυμάμαι όρθιο μέσα στο δικαστήριο να τα βάζει με τους σκευωρούς του ΑΣΠΙΔΑ, να κατεβάζει θαρραλέα τη μάσκα των ανακτόρων, του ΙΔΕΑ, των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών, να φωνάζει για τα σκοτεινά σχέδια των ημερών του φασισμού που ερχόταν καλπάζοντας. Ήταν προφήτης όλων των δεινών που επακολούθησαν. Ήταν ο τελευταίος φάρος πριν το σκοτάδι. Από τότε φοβόμαστε για τη ζωή του Μανδηλαρά.
                Και εκείνο το οδυνηρό πρωινό της 21ης Απρίλη του 1967 έναν από τους πρώτους που σκεφτήκαμε και ψάξαμε ήταν ο Νικηφόρος. Αλλά ο Νικηφόρος είχε εξαφανιστεί. Ξέροντας τι τον περιμένει μέσα στη χούντα, θέλησε να πετάξει στην ελευθερία του. Και η ελευθερία του βρισκόταν βέβαια στο εξωτερικό».
                κυρίες και κύριοι
                Στον Νικηφόρο Μανδηλαρά ταιριάζουν τα παρακάτω λόγια που ο ίδιος έγραψε το 1963 στην εφημερίδα του για τους συμπατριώτες και τους συγχωριανούς του:
                «εγκάρδιος χαιρετισμός εις υπερηφάνους συμμαχητάς
                Είναι γνωστόν ότι εις τας εκλογάς του 1961 διεξήγαγον μίαν μάχην. Δεν εδόθη δυστυχώς η ευκαιρία να απευθύνομεν έναν εγκάρδιον χαιρετισμόν εις τους υπερηφάνους συμμαχητάς μας ή να προβούμε σε μια σύντομη ανασκόπηση των γεγονότων.
                Μία μικρά μερίς Ναξίων, το 7% , μας ετίμησεν. Αναμφισβητήτως επέδειξαν ηθικόν μεγαλείον. Εφάνησαν γενναίοι και άτρομοι. Εθυσίασαν το εφήμερον ταπεινόν συμφέρον εις τον βωμόν του πρακτικού ιδεαλισμού.
                Ενίκησαν! γιατί παρέμειναν ελεύθεροι.
                Ενίκησαν! γιατί εξήλθαν ακμαίοι και αλώβητοι από το φρικτό μαστίγωμα των      πιλάτων της Εξουσίας.
                Ενίκησαν! γιατί εψήφισαν οιστρηλατούμενοι από το ωραίον και υψηλόν όραμα της           Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης.
                Και τώρα, ας μου συγχωρηθεί μία αναγκαία αποστροφή.
                Αφορά τους Κορωνιδιάτες.
                Δεν αποτελεί αλαζονείαν ανοήτου τοπικιστού, αλλά δικαία απονομή υψίστης τιμής. 
                Οι συγχωριανοί μου απετέλεσαν Πανελλήνιον εξαίρεσιν. Επέπεσαν εναντίον τους οι         φοβερές δυνάμεις του υλικού και ηθικού εκβιασμού.
                Όμως επέδειξαν αντοχήν γρανίτου, συνείδησιν αδαμαντίνην, φρόνημα πανωραίον            και υψηλόν. Εις την βίαν αντέταξαν το θάρρος και εις την προστυχιά ύψωσαν           άφοβα το λάβαρο της ανθρωπιάς.
                Γιατί τούτο έχει σημασία. Δεν ετίμησαν εμέ ή την παράταξή μου, επεβράβευσαν                 απλώς τους αγώνας ενός ανθρώπου, αγώνας που κατέτεινον εις την υπεράσπισιν του δικαίου των.
                Πάλαιψαν τιτανικά. Η αγωνιστική των έξαρσις ετινάχθη εις το ζενίθ. Το χαροπάλεμά          τους το έζησα από κοντά εις την πλέον συγκλονιστικήν του αποκορύφωσιν.
                Για τέτοιο υπέροχο λαό, Λαό γεμάτο μεγαλείο, αξίζει κανείς να πεθαίνει όχι μια, αλλά χίλιες φορές».
                                                Νικηφόρος Μανδηλαράς
                                Ναξιακά Χρονικά 14 Οκτωβρίου 1963.
                κυρία Πρόεδρε του Δικηγορικού Συλλόγου Νάξου, σας τιμά το γεγονός ότι αποφασίσατε να οργανώσετε τούτη την εκδήλωση. Όμως αυτό δεν αρκεί. Δεν έχουμε οι Ναξιώτες αποδώσει την τιμή και τη δόξα που πρέπει στον ξεχωριστό αυτό αγωνιστή.
Πρέπει να κάνουμε κι άλλα.
Πρέπει, κύριε Δήμαρχε, να κάνουμε πολλά, όχι για τις σημερινές γενιές, ούτε γι’ αυτές που φεύγουν, αλλά για κείνες που έρχονται.
                Ο Μανδηλαράς είναι φάρος φωτεινός, σύμβολο αιώνιο κι αθάνατο της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας και πρέπει από εδώ, από τη Νάξο, τον τόπο που αγάπησε, που υπηρέτησε, που δόξασε, να συνεχίσει να βροντά και ν’ αστράφτει, να ακτινοβολεί, για να τρομοκρατεί τους ντόπιους και ξένους τρομοκράτες του λαού μας, για να εμπνέει και να καθοδηγεί τους νέους μας στους δύσκολους αυτούς καιρούς που βρισκόμαστε, για να συνεχίζει να βροντοφωνάζει:
«Κουράγιο Έργη και ψηλά τη γκεφαλή σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: